κτητικός

κτητικός
-ή, -ό (AM κτητικός, -ή, -όν) [κτητός]
1. αυτός που έχει τάση, διάθεση, εμπειρία ή επιτηδειότητα να αποκτά κάτι («τοὺς μὲν γὰρ οὔτε κτητικοὺς εἶναι τῶν οὐκ ὄντων οὔτε φύλακας δεινοὺς τῶν ὑπαρχόντων», Ισοκρ.)
2. γραμμ. αυτός που δηλώνει κτήση, που ανήκει ή αναφέρεται στην κτήση (α. «κτητικές αντωνυμίες» — οι αντωνυμίες που αναφέρονται σε ουσιαστικό το οποίο είναι κτήμα τού λαλούντος ή κτήμα εκείνου προς τον οποίο απευθύνεται αυτός που μιλά
β. «γενική κτητική»)
αρχ.
1. εργατικός, φιλόπονος, επιμελής («σώφρονες δ' εἰσὶν οἱ Ναβαταῑοι καὶ κτητικοί», Στράβ.)
2. (για δούλο) αυτός που έχει αγοραστεί
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ κτητική
η ικανότητα ή η τέχνη να αποκτά κάποιος κτήματα, περιουσία («ἡ κτῆσις μέρος τῆς οἰκίας ἐστὶ καὶ ἡ κτητικὴ μέρος τῆς οἰκονομίας», Αριστοτ.).
επίρρ...
κτητικώς (Α κτητικῶς)
με κτητική σημασία, με κτητικό τρόπο («τῶν κτητικῶς νοουμένων ὀνομάτων», Απολλ. Δύσκ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κτητικός — acquisitive masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτητικός — ή, ό στη γραμματική, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κτήση, αυτός που δηλώνει κτήση: Σήμερα μάθαμε τις κτητικές αντωνυμίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κτητικά — κτητικός acquisitive neut nom/voc/acc pl κτητικά̱ , κτητικός acquisitive fem nom/voc/acc dual κτητικά̱ , κτητικός acquisitive fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτητικώτερον — κτητικός acquisitive adverbial comp κτητικός acquisitive masc acc comp sg κτητικός acquisitive neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτητικῶν — κτητικός acquisitive fem gen pl κτητικός acquisitive masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτητικόν — κτητικός acquisitive masc acc sg κτητικός acquisitive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτητικαῖς — κτητικός acquisitive fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτητικαί — κτητικός acquisitive fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτητικοῖς — κτητικός acquisitive masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτητικοί — κτητικός acquisitive masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”